Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεταυρώνω — [πέταυρο] επενδύω, καλύπτω με πέταυρα, με λεπτές σανίδες … Dictionary of Greek
πεταύρωμα — το, Ν [πεταυρώνω] η πεταύρωση … Dictionary of Greek
πεταύρωση — η, Ν [πεταυρώνω] η επένδυση με λεπτές σανίδες … Dictionary of Greek